κίστη

κίστη
Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών. Στα Καβείρια, στα Βάκχεια, στα Ελευσίνια και στα άλλα μυστήρια όσοι κρατούσαν κ. ονομάζονταν κιστοφόροι.
* * *
η (Α κίστη)
νεοελλ.
στρ. κιβώτιο από χάλυβα για εναπόθεση και μεταφορά πυρομαχικών
αρχ.
1. κιβώτιο ή μεγάλο καλάθι ποικίλων χρήσεων («μήτηρ δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν», Ομ. Οδ.)
2. είδος κιβωτίου στο οποίο τοποθετούσαν τα αναγκαία για γραφή («ἐνεγκάτω μοι δεῡρο τὴν κίστην τις ὡς τάχιστα», Αριστοφ.)
3. κάλπη
4. φρ. «μυστικαὶ κίσται» — ή, απλώς, «κίσται» — τα κιβώτια τα οποία κατά τις πομπές τών εορτών τής Δήμητρος και τού Διονύσου ήταν πάντα κλειστά και περιείχαν ιερά για τη λατρεία αυτών τών θεοτήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. cess «καλάθι», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ τ. *kista «πλεχτό αγγείο», χωρίς όμως αντιστοιχίες σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Το λατ. cista είναι δάνειο από την Ελληνική, που δανείστηκαν με τη σειρά τους από τη Λατινική η Γερμανική (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. kista «κουτί») και η Κελτική (πρβλ. ιρλδ. ciste «κουτί»). Προτάθηκε επίσης η σύνδεση τού κίστη με τα κεῖμαι / κοίτη, δεδομένου ότι το κοίτη έχει και τη σημ. «κουτί». Η άποψη αυτή προσκρούει ωστόσο σε φωνολογικά προβλήματα. Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευση τής λ.
ΠΑΡ. αρχ. κιστίδιον, κιστίς.
ΣΥΝΘ. κιστοειδής
αρχ.
κισταφόρος, κισταφορώ, κιστοφόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κίστη — basket fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίστῃ — κίστη basket fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσται — κίστη basket fem nom/voc pl κίστᾱͅ , κίστη basket fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσταις — κίστη basket fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίστην — κίστη basket fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίστης — κίστη basket fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… …   Dictionary of Greek

  • κίστας — κίστᾱς , κίστη basket fem acc pl κίστᾱς , κίστη basket fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίστᾳ — κίσται , κίστη basket fem nom/voc pl κίστᾱͅ , κίστη basket fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cist — For the Mediterranean flower, see Cistaceae. For the American Civil War general, see Henry M. Cist. For a sac of tissue in the body, see Cyst. Kistvaen on the southern edge of Dartmoor in Drizzlecombe (England) showing the capstone and the inner… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”